Ιστορική αναδρομή

Το φρούριο Μπούρτζι είναι μέγιστης σπουδαιότητας μνημείο και ένα από τα σημαντικότερα οχυρωματικά έργα του ελλαδικού χώρου. Κατασκευάστηκε την περίοδο της Α’ Ενετοκρατίας, όταν ήταν προβλεπτής (διοικητής) του Ναυπλίου, ο Vittore Pasqualigo, που αρχικά του έδωσε και το όνομά του (Castel Pasqualigo). Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας ήταν γνωστό ως “φρούριο του βράχου” ή “της θάλασσας” (Castello dello scoglio ή Castello a mare). Αργότερα, κατά την περίοδο της επανάστασης, χρησιμοποιήθηκαν οι ονομασίες “θαλασσόπυργος” ή “Καστέλι”.

H ονομασία “Μπούρτζι”, με την οποία είναι μέχρι σήμερα γνωστό, καθιερώθηκε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Σκοπός της κατασκευής του ήταν η προστασία της εισόδου του λιμανιού της πόλης. Κύριος στόχος του οχυρού ήταν να αποτρέψει – σε συνεργασία με τον προμαχώνα “πέντε αδέλφια” – την είσοδο στο λιμάνι αφού μόνο από αυτή την πλευρά είναι δυνατή η διέλευση μεγάλων πλοίων, καθώς στην βόρεια πλευρά το μικρό βάθος των νερών εμποδίζει τη ναυσιπλοΐα.
Το έργο ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Antonio Gambello και ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1471. Την άνοιξη του επόμενου έτους ο Gambello επέστρεψε στην Βενετία και το έργο συνεχίστηκε από τον Niccolò Brancaleone που εστάλη ως ειδικότερος στα οχυρωματικά. Αργότερα το 1477 ο Gambello επέστρεψε εκ νέου από την Βενετία για να συνεχίσει την παρακολούθηση των έργων.

To φρούριο εξυπηρέτησε την άμυνα της πόλης για 350 χρόνια, στα οποία δέχτηκε αρκετές επισκευές και τροποποιήσεις. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση του Ναυπλίου, υπέστη όμως σοβαρές ζημιές κυρίως στη νότια πλευρά του, την πλευρά δηλαδή προς την πόλη, από όπου δέχθηκε και πυρά. Στη συνέχεια, μετά το 1833, χρησιμοποιήθηκε ως τόπος διαμονής του δήμιου, που έφευγε από το νησί μόνο για τις εκτελέσεις με γκιλοτίνα που λάμβαναν χώρα στο Παλαμήδι. Όταν οι εκτελέσεις σταμάτησαν, το φρούριο εγκαταλείφθηκε.

Με την δημιουργία του Οργανισμού Τουρισμού, ο θαλασσόπυργος εκμισθώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 για τουριστική εκμετάλλευση και μετετράπη σε ένα τουριστικό κέντρο Α΄ Κατηγορίας στην Ελλάδα, με τη λειτουργία ξενοδοχείου 14 δωματίων και εστιατορίου. Στην περίοδο λειτουργίας του φρουρίου ως ξενοδοχείο και ειδικότερα τις δεκαετίες 1940 και 1950 φιλοξένησε σημαντικές διεθνείς προσωπικότητες. Λειτούργησε χωρίς διαλείμματα για 37 περίπου χρόνια μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960 και σταμάτησε καθώς δεν πληρούσε πλέον τις σύγχρονες προδιαγραφές για καταλύματα.
Στη συνέχεια, με επιμέρους επεμβάσεις του ΕΟΤ στο μέσον της δεκαετίας του 1980 λειτούργησε εστιατόριο και αναψυκτήριο, έως το 1995 περίπου. Μετά τις τελευταίες επεμβάσεις συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξης από το Υπουργείο Πολιτισμού που ολοκληρώθηκαν το 2021 το φρούριο λειτουργεί με χρήσεις εξυπηρέτησης κοινού και επισκεπτών.

Αρχιτεκτονική

Το φρούριο έχει κάτοψη ακανόνιστη και επιμήκη με κύριο άξονα προσανατολισμένο κατά την κατεύθυνση Α-Δ. Στα δύο άκρα του σχηματίζονται προμαχώνες με καμπύλες απολήξεις. Στις μεγάλες πλευρές του, βόρεια και νότια, διαμορφώνονται πύργοι μέσω των οποίων γίνεται η είσοδος στο φρούριο. Οι πύργοι προστατεύονται από προτείχισμα, το λεγόμενο “barbacane”. Εκατέρωθεν του νότιου “barbacane” κατασκευάστηκαν δύο ακανόνιστου σχήματος, πολυγωνικής κάτοψης, πυροβολεία. Ο ογκώδης κεντρικός πύργος δεσπόζει στο σύνολο της καστρονησίδας, με μία μεγάλη αυλή στα ανατολικά και μικρότερες στα δυτικά του.

Από τη νότια πλευρά του φρουρίου ξεκινούσε μεγάλη αλυσίδα, η οποία κατέληγε προς την πλευρά της πόλης στον τεχνητό βραχίονα που κατασκευάστηκε στην περιοχή του επάκτιου προμαχώνα “τα πέντε αδέλφια” της κάτω πόλης του Ναυπλίου. Όταν η αλυσίδα τεντωνόταν, υψωνόταν σχεδόν ως την επιφάνεια της θάλασσας και κανένα πλοίο δεν μπορούσε να προσεγγίσει το λιμάνι και την πόλη. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλ. ήταν χαλαρή, ακουμπούσε στον βυθό της θάλασσας και τα πλοία περνούσαν ελεύθερα. Έτσι το Ναύπλιο, εκτός από την ονομασία “Napoli di Romania” πήρε την ονομασία “Porto Catena” και έγινε επίσης γνωστό και ως “Λιμένας της Αλύσου”.
Περιμετρικά του φρουρίου, στον βυθό της θάλασσας, κατασκευάστηκε από τους Ενετούς υποθαλάσσιο οχυρωματικό έργο (“porporella”), αποτελούμενο από ογκόλιθους τοποθετημένους σε κυκλική διάταξη, οι οποίοι δεν επιτρέπουν ακόμη και σήμερα την προσέγγιση στο φρούριο σκαφών με μεγάλο βύθισμα. Το έργο αυτό αποτέλεσε πρόσθετη ενέργεια για την ενίσχυση της άμυνας και εκτελέστηκε με ένα πραγματικά πολύ έξυπνο τρόπο: στην περίοδο μεταξύ 1480 και 1515 εκδόθηκε διάταγμα των Ενετών σύμφωνα με το οποίο κάθε πλοίο, ανεξάρτητα από τον τύπο του, κάθε φορά που καταπλέει στο λιμάνι του Ναυπλίου, πρέπει να φέρει μαζί του ένα φορτίο πέτρες το οποίο μέσω μικρής βάρκας-φορτηγίδας να το ξεφορτώνει στον κυματοθραύστη (“porporella“) σε σημείο που θα υποδεικνύει ο λιμενάρχης (armiraglio).

Κωνσταντίνος Μπουντούρης
Αρχιτέκτων Μηχανικός
Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας